ἀρνίων

ἀρνίων
ἀρνίον
a little lamb
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απόκομμα — το (AM ἀπόκομμα) [αποκόπτω] αυτό που έχει αποκοπεί από κάπου, τεμάχιο, κομμάτι νεοελλ. 1. τμήμα, κομμάτι που έχει αφαιρεθεί με σχίσιμο ή ψαλίδισμα από κάπου 2. το υπόλοιπο εισιτηρίου που επιστρέφεται στον κάτοχο μετά από τον έλεγχο 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόπους — κεφαλόπους, οδός, ὁ (Α) στον πληθ. οι κεφαλόποδες τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντό πους, λεοντό πους] …   Dictionary of Greek

  • Αστραχάν — (Astrakhan).Πόλη (488.300 κάτ. το 2002) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (44.100 τ. χλμ., 1.018.300 κάτ. το 2002). Την ίδρυσαν οι Τάταροι τον 13o αι. στη δεξιά όχθη του κυριότερου κλάδου του δέλτα του Βόλγα σε απόσταση περίπου 10 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Βινάλια — Αρχαία γιορτή του κρασιού στη Ρώμη. Τα Β. Ρούστικα εορτάζονταν στις 19 Αυγούστου, με θυσίες αρνιών και δοκιμή του καινούργιου κρασιού, ενώ τα Β. Πρίορα στις 23 Απριλίου, με διανομή του κρασιού της παλιάς σοδειάς προς τιμήν του Δία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • αθέρας — ο 1. το άγανο των σταχυών. 2. η κόψη των κοφτερών οργάνων. 3. το εκλεκτότερο μέρος από ένα σύνολο: Πήρε τον αθέρα των αρνιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σούβλα — σούβλα, η και σούγλα, η (λ. λατ.), αιχμηρή σιδερένια ράβδος για το ψήσιμο αρνιών κτλ.: Στην ταβέρνα αυτή βρίσκεις πάντα αρνάκι της σούβλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”